-
1 белорус
-
2 белоруска
м; ж - белорусη Λευκορωσίδα -
3 белорусский
белорус||скийприл τής λευκής Ρωσίας, λευκορωσικός. ἡ Λευκορωσίδα, ἡ Λευκορώσα
См. также в других словарях:
Λευκορώσος — ο, θηλ. Λευκορωσίδα [Λευκορωσία] ο κάτοικος τής Λευκορωσίας ή αυτός που κατάγεται από τη Λευκορωσία … Dictionary of Greek